- χωριστικώς
- χωριστικῶς, ΝΑ, και χωριστικά Νεπίρρ. βλ. χωριστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωριστικῶς — χωριστικός separative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστικός — ή, ό / χωριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χωριστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρισμό ή ο κατάλληλος για χωρισμό νεοελλ. ο υπαίτιος χωρισμού, αυτός που συντελεί στον χωρισμό, διασπαστικός («χωριστικό κίνημα» πολιτικό και στρατιωτικό κίνημα που… … Dictionary of Greek